Alt
on 14 Mar 2017 11:19 AM
  • Wellbeing

Γράφει ο Γιώργος Ν. Λάντις, RD MSc
Κλινικός Διαιτολόγος- Διατροφολόγος

Την τελευταία εικοσαετία τα ποσοστά της παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας καταγράφουν σημαντική άνοδο με τη χώρα μας το 2013 να κατέχει την πρώτη θέση πάνω ακόμα και από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Επιπλέον, ενώ τα ποσοστά καρδιαγγειακών νοσημάτων και σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 είναι πολύ χαμηλά στην παιδική ηλικία, οι παράγοντες που συμβάλλουν στις παραπάνω ασθένειες, όπως η αυξημένη χοληστερόλη, η αυξημένη αρτηριακή πίεση και το οριακό σάκχαρο χτίζονται κατά την περίοδο αυτή. Οι εν λόγω παράγοντες φαίνεται να είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τη διατροφή σε αυτά τα στάδια της ζωής και συγκεκριμένα με την αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης, άλατος και των κορεσμένων “κακών” λιπαρών.

Οι πιο πυκνές πηγές ζάχαρης, άλατος και κορεσμένου λίπους βρίσκονται στα επεξεργασμένα ή αλλιώς προπαρασκευασμένα τρόφιμα. Τέτοια τρόφιμα είναι όλα τα μπισκοτοειδή, οι σφολιάτες, τα έτοιμα αρτοπαρασκευάσματα (ζύμες), τα πατατάκια/ γαριδάκια, αναψυκτικά ή αλλιώς γνωστά ως είδη περιπτέρου. Προπαρασκευασμένα τρόφιμα είναι και τα αλλαντικά, τα οποία αποτελούν μια πολύ πυκνή πηγή άλατος και επεξεργασμένου λίπους και η αλήθεια είναι ότι δεν προορίζονται για παιδιά. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόσληψη ζάχαρης στους εφήβους. Ένα έφηβος/η, ο οποίος λαμβάνει περίπου 2.000 θερμίδες την ημέρα, δικαιούται το πολύ 160 θερμίδες από σάκχαρα συνολικά. Αν υποθέσουμε ότι όλα τα σάκχαρα προέρχονται από ζάχαρη, αυτό σημαίνει 5-6 κουταλιές του γλυκού ζάχαρη. Φανταστείτε ότι ένα αναψυκτικό περιέχει περίπου 10 κουταλάκια του γλυκού ζάχαρη. Κάτι που ίσως όμως δεν γνωρίζετε είναι ότι το ίδιο το αναψυκτικό αποτελεί ταυτόχρονα και πηγή άλατος, πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και στην περίπτωση των light ή sugar free αναψυκτικών το αλάτι παραμένει.

Όμως, το κύριο χαρακτηριστικό των προπαρασκευασμένων τροφίμων είναι ότι εκτός της ζάχαρης, του άλατος και των κακών λιπαρών, είναι συνήθως τρόφιμα με πολλές θερμίδες και χαμηλή θρεπτική αξία. Στην πράξη, λοιπόν, ένα πρωινό για το παιδί μας μπορεί να είναι μια έτοιμη τυρόπιτα ή ένα μπολ με γάλα, βρώμη και φρούτα (φρέσκα ή αποξηραμένα). Και οι δύο επιλογές αποδίδουν περίπου τις ίδιες θερμίδες (350-400) αλλά διαφέρουν σημαντικά στα θρεπτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, η τυρόπιτα έχει περίπου τα εικοσαπλάσια κορεσμένα λιπαρά από τα δημητριακά με γάλα και δέκα φορές λιγότερο σίδηρο. Φυσικά, η ερώτηση στην οποία καταλήγουμε είναι αν κατά πόσο είναι εφικτό να αποφεύγει τελείως το παιδί ή ο έφηβος/η τα προπαρασκευασμένα τρόφιμα.

Επειδή, λοιπόν, δεν είναι ρεαλιστικό να πετύχουμε μια ολοκληρωτική απουσία των επεξεργασμένων τροφίμων από την καθημερινή διατροφή των παιδιών, μπορούμε να εκπαιδευτούμε ή να τα εκπαιδεύσουμε να τα φιλτράρουν με απλούς τρόπους. Για παράδειγμα, κοιτώντας τη συσκευασία του τροφίμου, βλέπουμε ένα πινακάκι, στο οποίο επάνω αναγράφονται οι θερμίδες και τα θρεπτικά στοιχεία ανά 100 γραμμάρια (g). Δεν επιλέγουμε το τρόφιμο αν ανά 100g έχει παραπάνω από 5-10g ζάχαρη, 1.5g κορεσμένα λιπαρά και παραπάνω από 0.3g αλάτι. Επιπλέον, ένας εύκολος τρόπος να ανιχνεύσουμε τα πρόσθετα σάκχαρα σε ένα προπαρασκευασμένο τρόφιμο είναι οι λέξεις μέλι, μελάσα, σιρόπι, νέκταρ και οι λέξεις που τελειώνουν σε “όζη” όπως φρουκτόζη, δεξτρόζη. Μια χαρακτριστική περίπτωση είναι τα δημητριακά βρώμης, τα οποία στην κλασική γεύση έχουν 1g ζάχαρης ανά 100g αλλά όταν περιέχουν σοκολάτα ή φρούτα ή μέλι, η ζάχαρη φτάνει έως και 25g ανά 100g.

Συνοψίζοντας, η πιο πρακτική λύση είναι να διαλέγουμε τα τρόφιμα με κριτήριο τη φυσική τους μορφή όπως για παράδειγμα φρούτα ολόκληρα αντί χυμών, κρέας νωπό αντί αλλαντικών και να καταναλώνουμε με μέτρο τα προπαρασκευασμένα τρόφιμα.