Ζάχαρη στα παιδιά...
...
Η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης (GH) , όπως υποδηλώνει ο όρος, είναι η απουσία ή ανεπάρκεια της αυξητικής ορμόνης που παράγεται από την υπόφυση με στόχο να διεγείρει το σώμα να αναπτυχθεί. Η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης μπορεί να παρουσιαστεί κατά τη βρεφική ηλικία ή συχνότερα κατά την παιδική ηλικία.
Το κύριο κλινικό στοιχείο της ανεπάρκειας αυξητικής ορμόνης είναι το χαμηλό ανάστημα σε συνδυασμό με μία αισθητά αργή αύξηση (λιγότερο από πέντε εκατοστά ανά έτος). Η αυξητική ορμόνη (GH) εκτός από τη σωματική ανάπτυξη ρυθμίζει τη σύνθεση του σώματος (σχέση μυϊκού-λιπώδους ιστού) και συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού των οστών και των μυών.
Το παιδί με ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης μπορεί επίσης να έχει:
Η υποψία ανεπάρκειας της GH είναι κυρίως κλινική και βασίζεται σε σειρά μετρήσεων ακριβείας για διάστημα τουλάχιστον 6-12 μηνών.Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης δεν επηρεάζει την νοημοσύνη του παιδιού.
Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις, η αιτία της ανεπάρκειας της αυξητικής ορμόνης είναι άγνωστη (ιδιοπαθής ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης).
Αρχικά γίνεται κλινική εξέταση, λήψη οικογενειακού και ατομικού ιστορικού.
Η διάγνωση μπορεί να περιλαμβάνει:
Η ειδική θεραπεία με συνθετική ανθρώπινη αυξητική ορμόνη (hGH) για την ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης θα καθοριστεί με βάση:
Πριν την έναρξη της θεραπείας είναι καθοριστική η σωστή προσέγγιση, ψυχολογική υποστήριξη και απλουστευμένη κατά το δυνατό ενημέρωση του μικρού ασθενούς καθώς η θεραπεία περιλαμβάνει τακτικές ενέσεις ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης (μερικά παιδιά λαμβάνουν καθημερινά ενέσεις, ενώ άλλες λαμβάνουν ενέσεις αρκετές φορές την εβδομάδα).
Η θεραπεία συνήθως διαρκεί αρκετά χρόνι με τα πρώτα αποτελέσματα να παρατηρούνται συχνά μόλις τρεις έως τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας.
Όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση και ξεκινήσει η θεραπεία για την ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης αυξάνονται οι πιθανότητες για την επίτευξη τελικού αναστήματος εντός φυσιολογικών ορίων.
Ζητήστε εξ' αποστάσεως συμβουλή σχετικά με παιδοενδοκρινολογικά προβλήματα.